- λιγνιτωρυχείο
- τοτο ορυχείο εξόρυξης λιγνίτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιγνιτωρυχείο — το [λιγνιτωρύχος] ορυχείο λιγνίτη … Dictionary of Greek
ορυχείο — το μέρος που σκάβεται συστηματικά για την εξαγωγή ορυκτών: Ορυχείο λιγνίτη (ή λιγνιτωρυχείο), χρυσού (χρυσωρυχείο) κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)